- δασμολόγηση
- ηη επιβολή δασμού.[ΕΤΥΜΟΛ. < δασμολογώ. Η λ. μαρτυρείται στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως (αρχή εκδ. 1833)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δασμολόγηση — η ο προσδιορισμός δασμού, η φορολογία: Τα περισσότερα εισαγόμενα προϊόντα υπόκεινται σε δασμολόγηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δασμολογήσῃ — δασμολογέω collect as tribute aor subj mid 2nd sg δασμολογέω collect as tribute aor subj act 3rd sg δασμολογέω collect as tribute fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δασμολόγια — η (Α δασμολόγια) [δασμολόγος] νεοελλ. η δασμολόγηση αρχ. η φορολογία … Dictionary of Greek
δειγματολήπτης — ο 1. αυτός ο όποιος παίρνει δείγματα διαφόρων εμπορευμάτων για να ελέγξει την ποιότητά τους και να προσδιορίσει την τιμή τους, για αγορά ή δασμολόγηση 2. ναυτ. μικρό μηχάνημα για τη λήψη δειγμάτων βυθού ή νερού με σκοπό την εξέταση της ποιότητάς… … Dictionary of Greek
λαθρεμπόρευμα — το αντικείμενο που προέρχεται από λαθρεμπόριο, εμπόρευμα που εισάγεται ή εξάγεται λαθραία, χωρίς εκτελωνισμό και δασμολόγηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθρεμπορεύομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στον Ν. Γ. Κωτσάκη] … Dictionary of Greek
δασμολογικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη δασμολόγηση: Η δασμολογική πολιτική των κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει αναθεωρηθεί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)